οσμικός

οσμικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όσμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όσμιο. Η λ. στον τ. τού ουδ. οσμικόν (οξύ) μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”